- ταυρομαχώ
- -έω, Ν(αμτβ.) είμαι ταυρομάχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυρομάχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τορεαντόρ — ο, Ν ταυρομάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. toreador < ρ. torear «ταυρομαχώ» < toro «ταύρος» < λατ. taurus] … Dictionary of Greek